ο προσωπικός διπροσωπισμός μου

με την μάσκα μου για ατου μου να κοιτώ με τα πλαστικά μου μάτια τα πλαστικά μάτια της μάσκας του εχθρού μου

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

x λεπτά πριν απ την έκρηξη

Αναπολώ, κουράστηκα να ζω μόνο με το μυαλό
και το σώμα εγκλωβισμένο και νεκρό
στο δωμάτιο με το κουτί
κάθε τι που θέλει να εκφραστεί
εν τέλει θα εκραγεί ή θα παραμείνει βουβό
γιατί εδώ, δεν έχει χώρο
για κανέναν και για τίποτα
που δεν σου φέρνει χρήματα,
που δεν σε ανάγει σε αφεντικό
και αφού όλοι είναι χαρούμενοι στον καπιταλισμό
μεταπλάθω το εγώ μου στο κακό και εισάγω τον κυνισμό
την ηθική μου ακολουθώ
ψάχνω κάθε μέρα εδώ, να βρω
επικοινωνία με άτομα σαν και μένα, καμένα
να πάρω έναυσμα και γνώση να καώ

χρόνια δύσκολα,
μπόρα από σκέψεις στο κεφάλι σου
και οι άλλοι από πάνω σου
να σε γαμάν ασύστολα
εντάσσουν καθημερινά μυαλά σαθρά
μέσα στο σύστημα
γήπεδο, καφές και πάμε στοίχημα
ο μπάτσος να βαρά αφού οπλίζει το κράτος
το χέρι του κάθε παλικαρά
και ο όχλος να εξυμνεί τον ασφαλίτη-χρυσαυγιτη
ομόφωνα σαν ήρωα

πες μου τι μένει
σε μια κοινωνία γαμημένη
εμπιστοσύνη σε κανέναν, γυρίζουμε
καχύποπτοι και έτοιμοι, υποψιασμένοι
πρέπει να μένουμε σπίτι κλεισμένοι ή οπλισμένοι
προχτές την γειτόνισσα απ τον τέταρτο
για μια σύνταξη και ένα κόσμημα
βρήκαν στο πάτωμα της δολοφονημένη

Η όραση μου θολωμένη, ζωή πνιγμένη
Για το μέλλον πόρτες κλειστές
το πτώμα ακόμα ζει, και ακόμα φωνάζει εντολές
επιβάλει περικοπές σε ανθρώπινες ζωές
για κεφάλαια πατάει κεφαλές,
μικρές και φτωχές αλλά πολλές
θέλει ότι θέλει να το θες
και όσο συμβιβάζεσαι το πτώμα μεγαλώνει
και αποκτάει κορυφές

πτώμα οι ομάδες και πτώμα τα κινήματα
πτώματα αυτοί που δίνουν διαταγές
και αυτοί που εκτελούν σκυφτοί θελήματα
πτώματα σε σχολεία σε εταιρίες, καταλήψεις
και πτώματα σε τμήματα, ανά τμήματα
μέσα σε κεφαλιά ζει το πτώμα
ακόμα ζούμε σαπίζοντας
της σήψη μας ελέγχει το κόμμα

που είναι ο θεός μου;
κείτεται στο πάτωμα νεκρός
αφού και αυτός ήταν εχθρός μου
πήρα σε μια στιγμή λεπίδα με αποστολή
την κοινωνική αποκοπή
ήταν επώδυνη μα υποχρεωτική
τώρα νιώθω το κρύο ξύπνιος μέσα στο κελί,
βλέπω τα πάντα
δύο λέξεις με λογική μέσα στην υστερία σας
για να σιωπήσουν τα πάντα
μη με ενοχλείς διπλανέ, κάνε στην μπάντα
κουβαλώ εκρηκτικό μηχανισμό μέσα στο κεφάλι μου
και έναν εγκέφαλο στην τσάντα

μετρώ λεπτά πριν απ την έκρηξη
μετρώ λεπτά πριν απ την έκφραση
και σβήνουν τα πάντα

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Τέταρτος όροφος

Μέρα δευτέρα, ώρα επτά και μισή.
 
Ένιωθε σκατά. Χτες κοιμήθηκε αργά και σαν να μην έφτανε αυτό στριφογυρνούσε όλη νύχτα απ’ τον κακό ύπνο. Άσε που πήγαν να του κλέψουν και το αμάξι, χτύπησε ο συναγερμός, φασαρία, κακό. Βγήκε στο μπαλκόνι και φώναξε, ο άλλος την έκανε και  ο συναγερμός σε λίγο σταμάτησε. Η γειτονιά ησύχασε πάλι. Και όλα αυτά στις πέντε η ώρα τα χαράματα. Πονοκέφαλος.
  
Σηκώθηκε βαρύς, βρήκε και έβαλε τις κάλτσες του, ήταν πεταμένες στην γωνία του δωματίου δίπλα στην καρέκλα γιατί τις είχε φορέσει και χτες, και μετά την μπλούζα και το παντελόνι. Είχε μπει χειμώνας και λεφτά για θέρμανση στην πολυκατοικία δεν υπήρχαν όποτε το πρωί ή ντυνόσουν γρήγορα ή τουρτούριζες στο μπάνιο μέχρι να πλυθείς, να ξυπνήσεις και να καταλάβεις ότι πρέπει να ντυθείς. Ήταν από αυτούς  που ντύνονταν γρήγορα, είχε συνηθίσει. Μπήκε σέρνοντας τα πόδια του στο μπάνιο, έριξε κρύο νερό στο πρόσωπο του και έβαλε να ξυριστεί. Ποτέ δεν ξυριζόταν τις δευτέρες, ειδικά τις κρύες δευτέρες, αλλά σήμερα ξυρίστηκε. Λες και έχει καμία γαμημένη γιορτή σήμερα και το αφεντικό γουστάρει χαρούμενες φάτσες σκέφτηκε, ούτε καν, μια δευτέρα σαν όλες τις άλλες, κρύα. Χαμένος κόπος. Πονοκέφαλος.
 
Στις οχτώ παρά ξεκίνησε να πάει στην δουλειά. Είχε πάλι αργήσει, πάντα αργούσε. Πάντα έλεγε ότι θα κοιμόταν πιο νωρίς την επόμενη φορά, πιο ήρεμος, θα διάβαζε πριν κοιμηθεί, αλλά κάθε φορά έπεφτε και πάλι αργά και με νεύρα. Κάθε πρωί που έκανε αυτές της σκέψεις περί περισσότερου ύπνου και πως σήμερα θα εφαρμόσει το σχέδιο του επιτέλους θύμωνε. Θύμωνε επειδή ήξερε ότι δεν θα μένει τίποτα από όσα έλεγε το πρωί, γιατί να τα κάνει άλλωστε ˙  δεν υπήρχε τίποτα που να αξίζει να κάνει κανείς τον τρόπο ζωής του πιο υγιεινό για αυτά. Σπίτι δουλειά, σπίτι, δουλειά και μετά ξανά σπίτι . Κακός ύπνος και βαρετές ώρες εργασίας παρέα με άλλους δεκαπέντε ηλίθιους γιάπηδες που το μυαλό τους γνώριζε και ανέλυε μόνο της έννοιες ποδόσφαιρο, γυναίκες και χρήματα, διακοπές και φαΐ. Πονοκέφαλος. Στις οκτώμισι μπήκε στο κτίριο. Πονοκέφαλος ˙ αλλά τώρα με επιπρόσθετο, βαρετές καλημέρες και βαρετά χαζά χαμόγελα, χαιρετούρες γεμάτες στιγμιαία πλαστική αισιοδοξία ανούσια ανέκδοτα και σχόλια για τις φάσεις του χτεσινού αγώνα. Μαλακίες, μαλακίες, μαλακίες. Μαλακίες με καφέ, βαρετό, φτηνό και κρύο καφέ μια κρύα, βαρετή δευτέρα. Πονοκέφαλος. 
 
Γύρισε σπίτι στις τρεις. Στην εξώπορτα της πολυκατοικίας είδε ανθρώπους, καμία δωδεκαριά άντρες και δύο γυναίκες, οι πιο πολλοί νέοι γύρω στα εικοσιπέντε με τριάντα και οι υπόλοιποι από σαράντα και πάνω, όλοι σκυθρωποί και σοβαροί κάπνιζαν και έπιναν καφέ σε χάρτινα κυπελάκια. Κάποιοι μιλούσαν σιγανά ανά ομάδες το δύο-τριων ατόμων ή απλά έκοβαν κύκλους στον ακάλυπτο. Ήταν και κάτι γείτονες κάτω. «Τι να έγινε;» αναρωτήθηκε. Δεν ρώτησε, τους προσπέρασε όλους και ανέβηκε τις σκάλες χωρίς να πει λέξη.  Δεν τους χαιρετούσε, όχι πια. Όταν πρωτοήρθε στο σπίτι, ζούσε εκεί δύο χρόνια τώρα σε ένα ενοίκιο στον τρίτο όροφο, προσπάθησε να τους γνωρίσει, έλεγε καλημέρα σε όλους. Κανείς όμως δεν του απαντούσε, μόνο δύο-τρεις και αυτοί κοφτά και σιωπηλά με ένα νεύμα η ένα μουρμουρητό. Εν τελεί βαρέθηκε και δεν χαιρετούσε και ίδιος πια.
 
Ανέβηκε τις σκάλες ως το διαμέρισμα. Σαράντα πέντε σκαλιά, δεκαπέντε για κάθε όροφο, επτά κανονικά και οκτώ  πλατιά, τέσσερα για κάθε κορυφή και βάση της σκάλας. Χτύπησε το κουδούνι, του άνοιξαν. « Τι έγινε κάτω»  ρώτησε ,καθώς έβγαζε τα παπούτσια του, «ποιος πέθανε;». Πάντα ρώταγε -ποιος πέθανε-, του ‘χε γίνει συνήθεια. Η πρώτη απάντηση που πήρε ήταν μια σιωπή, λευκή σαν πυκνή σκόνη, δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα αποπνικτική λες και αιωρούνταν παντού στο δωμάτιο. «Η κυρία Α . απ’ τον τέταρτο», του απάντησε η μάνα του χλωμή μετά από λίγα λεπτά. «Ήταν η αστυνομία εδώ, πήραν καταθέσεις απ όλους. Λένε πως πρόκειται για φόνο» .Αυτό δεν το περίμενε, ο πονοκέφαλος για λίγο ξεχάστηκε, βούλιαξε στο πίσω μέρος του κρανίου του.
 
Ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες. Είχε συμβεί την παρασκευή το βράδυ, όταν αυτός έλειπε στη δουλειά. Είπαν πως ήταν προμελετημένο. Η πόρτα δεν ήταν παραβιασμένη. Μπήκε και έφυγε. Την είχε σύρει στην κρεβατοκάμαρα και την είχε δέσει με κουβέρτες, την είχε φιμώσει. Θάνατος από στραγγαλισμό είπαν. Το ανακάλυψαν τρεις μέρες αργότερα, την δευτέρα. Τρεις μέρες. Τρεις μέρες αυτή ήταν εκεί, ξαπλωμένη στην κρεβατοκάμαρα, δεμένη και νεκρή, να χάνει το χρώμα της και να μουδιάζει. Η εσωτερική αποσύνθεση λογικά θα είχε αρχίσει ήδη απ’ το Σάββατο βράδυ. Τρεις μέρες. Τρεις μέρες ήταν από πάνω του νεκρή όσο αυτός γυρνούσε απ’ την δουλειά, καθόταν στο δωμάτιο του, μιλούσε, έτρωγε, διάβαζε, αυνανιζόταν. Τρεις ολόκληρες μέρες και τους χώριζαν μόνο μερικά εκατοστά του τσιμεντένιου πατώματος.
 
Πριν πέσει για ύπνο μπήκε στο μπάνιο. Λούστηκε και έπλυνε το πρόσωπο του. Κοιτάχθηκε στον καθρέπτη και θυμήθηκε πως σήμερα ξυρίστηκε χωρίς λόγο. «Κοίτα να δεις μαλακία, πως έρχονται τα πράγματα». Έτριψε τα κουρασμένα μάτια του. Έπρεπε να βιαστεί να πέσει για ύπνο, ο πονοκέφαλος είχε επιστρέψει δριμύτερος.
 
Την επόμενη μέρα, όταν γύρισε απ’ την δουλειά βρήκε την εξώπορτα της πολυκατοικίας κλειστή, διπλοκλειδωμένη. Η πολυκατοικία φοβόταν. Ξεκλείδωσε και μπήκε. Ανεβαίνοντας συνάντησε τον γείτονα από κάτω, χαιρέτισε. Ο άλλος δεν αποκρίθηκε. Πριν από τέσσερις μέρες κάποιος είχε δολοφονηθεί στο πάνω όροφο, και οι γείτονες ακόμα δεν χαιρετούσαν.  Έξω έβρεχε.

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

το κύμα

Κουβαλώ κόμπλεξ, απρόσαρμοστος στο κόσμο σου .
γίνατε πόρνες, περαστικοί δίχως ψυχή
γιαυτό μην μου μιλάς και παίξε σωστά τον ρόλο σου
αρχιδια
γίνομαι πιο κρύος όσο οι άλλοι γίνονται τα επόμενα,
ανηθικα, νέο-φιλελεύθερα  αρχιδια
σήψη, παντού σκουπίδια
όλο λέμε θα ξεφύγουμε μα μένουμε στα ίδια
καίμε τα κεφαλιά μας
δεν βλέπουμε μποστα μα βλέπουμε τα χάλια μας
και από φλόγες μένουμε μονάχα αποκαϊδια

ακίνδυνο με θέλαν
ακίνδυνοι με μάθαιναν
με μεγάλωναν ακίνδυνα, ακίνδυνα και άνετα
όλοι τους αργοπεθαίναν
με πλαθαν έναν,  ίδιο τους καθ' εικόνα και ομοίωση
μα πήγε αλλού το θέμα
επικίνδυνα δέχτηκα το ψέμα σας
και αντέδρασα στην ίωση

τώρα καμία δικαιολογία και καμία σύμβαση
όσοι ψημενοι κοφτε τα κουμπιά,
ελάτε να ετοιμάσουμε παρέα την επίθεση
δεν είναι λόγια  θέλει συνέπεια και επίγνωση
σκέψη κρίση κι άποψη
δράση και αντίδραση
δράση και αντίδραση
επίθεση

και αν δείλιαζεις κανε πίσω
δεν εχω χρόνο να σπατάλησω κάπως πρέπει να ενεργήσω
βαρέθηκα να προσπαθώ να σας το εξηγήσω
βαρέθηκα να προσπαθώ λειτουργικούς να σας κρατήσω
επόμενη φορά δεν θα μιλήσω,
αν επιμένετε και κοιμήσμενοι μένετε
χαράματα ουρλιάζοντας βίαια θα ξυπνήσω
θα σας ενοχλήσω, θα ταρακουνήσω
όσοι είναι αδύνατοι θα ενοχληθούν
οι άλλοι θα με εξελίξουνε και θα τους εξελίξω

έτσι ζω,
φοβάμαι αρκετά τον κόσμο
για να μπορώ με αυτόν να συγκρούστω
ορκίστηκα ξανά καμία αλυσίδα στο λαιμό να μην δεχτώ
δίχως βόλεψη ,καθαρός, έως ότου να πνιγω
άσε με να παραμίλω
εσυ φοβισμένε δήλωσε το χριστιανός
και κλεισε το γαμιδι σου, άντε τραβά στο καλό 

Βρήκα τον δρόμο μου
Έχασα το νου μου και βρωμίσα το στόμα μου
βραδιά ακόμα μόνος μου εξυμνώ το bellum romanum
περιμένω το κύμα
να πνίξει αυτούς που θέλανε την νύχτα
για εκδίκηση εχω πείνα
οσό κι αν σφιγγεί ο κλοιός με κάθε μήνα
περιμενώ το κύμα

να πέσουνε κεφάλια στην αθήνα

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Συνεχόμενος πονοκέφαλος

    Άλλη μια μέρα έφτασε στο τέλος της και ακόμη ουσιαστικά δεν ένιωσα το πέρασμα της. Αν κάτσω και αναθεωρήσω το τι έκανα σήμερα δεν θα καταφέρω τίποτα παραπάνω από το να αισθανθώ ένα κοινό, κενό δωμάτιο*. Δυσοσμία. Μας δημιούργησαν τον κόσμο του τίποτα και μας πέταξαν μέσα του γεμίζοντας μας με απαιτήσεις να γίνουμε κάτι. Χαμογελαστοί ˙ επιτυχημένοι και όμορφοι. Ζούμε σε μια απροσπέλαστη ζώνη αδράνειας, μια γκρίζα ζώνη γεμάτη από το τίποτα που σου αφήνει μια αηδιαστική ξινίλα στο στόμα.

     Δέκα επτά χρονών, στο τελευταίο έτος του λυκείου και ήδη νιώθω εργάτης  που τον γαμάνε ενώ δουλεύει σε μια δουλειά που δεν επέλεξε. Εκτελώ δωδεκάωρα τις καθημερινές και εξάωρα τα σαββατοκύριακα, πονάει η πλάτη μου και ούτε καν πληρώνομαι. Απεναντίας πληρώνω.

    Η «χρονιά» καλά-καλα δεν άρχισε και ήδη ένας συνεχόμενος πονοκέφαλος πλανάται μέσα στο κρανίο μου κα με βιάζει όποτε του γουστάρει. Μπορεί και πάντα, απλά το συνήθισα. Κάνεις πολλά και δεν κάνεις τίποτα και αν βρεθείς σε θέση να το καταλαβαίνεις το τίποτα σε σκοτώνει. Αδράνεια μαλάκα, μια μακροχρόνια αυτοκτονία με ένα πονοκέφαλο για δώρο. Το χειρότερο είναι ότι δεν υπάρχει περιθώριο για διαφυγή. Το σύστημα ξέρει, το σύστημα δεν αφήνει περιθώρια για «σφάλματα», σου εμφυτεύει την «ενοχή της προσδοκίας». Όλοι χαμογελάνε και προσπαθούν να σε πείσουν να δεις τα πράγματα «θετικά», δηλαδή συμβιβαστικά, όπως ακριβώς τόσα χρόνια τώρα πείθουν και τον εαυτό τους ,ότι πράγματι ζουν όπως θέλουν, πριν σηκωθούν για να πάνε στη δουλειά. Σε συμπαθούν όσο τους πληρώνεις ή όσο σπας την μονοτονία τους. Για ένα σαραντάλεπτο σε ωθούν να ενταχθείς στην κοινωνία τους. Μετά χτυπάει το κουδούνι. Μετά σε ξεχνάνε και πάνε να ψοφήσουν λίγο ακόμη μέσα στο σπίτι τους, παρέα με τα παιδιά και την γυναίκα/ανδρα τους. Πάνε να δουν τηλεόραση.

    Περιμένουν, περιμένουν να ζήσουν αυτά που ονειρεύτηκαν περιμένοντας να γίνεις εσύ το ιδεατό επιτυχημένο αρχίδι με δυο αμάξια και μια καβάτζα σε κάποιο νησί για το καλοκαίρι. Θυμάμαι έναν διάλογο:
Δάσκαλος:
 -πραγματικά παιδιά , δεν καταλαβαίνω ποιο το νόημα να χτυπιέσαι και να νομίζεις ότι έτσι θα αλλάξει κάτι, ότι έτσι θα καταπολεμήσεις την αδικία. Η αδικία δεν καταπολεμάται έτσι, άμα γουστάρεις ανέβα ψηλά και καταπολέμησε την από εκεί πάνω.

Εγώ:
-το θέμα είναι, θα θες να καταπολεμήσεις την αδικία αν ανέβεις ψηλά? Πως μπορείς να καταπολεμήσεις κάτι το οποίο χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις για να ανέβεις?

Δάσκαλος:
-ααα, αυτό είναι άλλο θέμα.

                                                  Εκεί κολλάω. Περαστικά μας. Συνεχίζω.

    Έτσι, κάθεσαι δίχως να κάνεις τίποτα και νιώθεις και ενοχές που οι άλλοι περιμένουν κάτι και εσύ δεν κάνεις τίποτα. Νιώθεις ενοχές που δεν σε εμπνέει τίποτα για να κάνεις κάτι. Σκέπτομαι ότι μπορεί και εγώ να είμαι αυτός που φταίει στην τελική. Ώρες, ώρες δε με νοιάζει, το τραβώ στα άκρα και του ρίχνω μια να πάει να γαμηθεί. Αφήστε με ήσυχο, καθίστε και σαπίστε μόνοι σας. Αλλά αν δεν έχεις χρήματα δεν υπάρχει τρόπος για απόδραση. Πρέπει να λερωθείς συμβιβασμούς. Τουλάχιστον μη μου μιλάτε, αφήστε με αν εκτελέσω ήσυχα τις εναπομείναντες ώρες εργασίας μου και να πάω στο διάολο. Δεν σας γουστάρω, ούτε μελλοντικούς υπαλλήλους γραφείων που νομίζουν ότι κάποια μέρα θα την βγουν από πάνω, ούτε χαμογελαστά αφεντικά που το παίζουν δάσκαλοι και σε βαράνε φιλικά στον ώμο λέγοντας «έτσι είναι, τι να κάνουμε?». Βλέπω τα όρια σας και οσφραίνομαι τον φόβο σας. Βρωμάει πιο πολύ απ τον δικό μου. Περαστικά μας και πάλι.
Προσπαθώντας να μείνω αμόλυντος μέσα στο τίποτα γίνομαι ένα μ’ αυτό. Ακούω κούφια κεφάλια να ξερνάνε κεφάτα επαναστατικά λόγια και να υποστηρίζουν κούφιες επαναστατικές αντιδράσεις μόνο και μόνο για να τους βγει το όνομα στην γειτονιά. Εν έτη δυο χιλιάδες δώδεκα ότι λες περνά για πλάκα και ο φασισμός είναι μόδα.

    Σε λίγο έρχεται χειμώνας και τα μαγαζιά ήδη άρχισαν να πουλάν στολίδια και πλαστικούς αϊ Βασίληδες. Στίχοι γυρνάνε στο κεφάλι μου. «Κάποτε θα καταλάβετε και θα έρθετε κοντά μας για να πέσουμε από τα καυτά σκάγια τους πάνω στο κρύο τσιμέντο. Πίσω στους δρόμους, Στα στολισμένα σας σπίτια γεννιέται ο πόνος. Μα δεν με καταλαβαίνετε»

    Θα είναι βαρύς και ο φετινός χειμώνας. Εν τέλει όλα είναι τίποτα και μέσα σε αυτό χανόμαστε, μηδενικά μέσα σε ένα τεράστιο μηδέν. Σήμερα το βράδυ μου είπαν έχει ταινία. Σήμερα το βράδυ θα βγάλω την τηλεόραση απ το ντουλάπι και ,άμα πιάνει σήμα το mega, θα δω ταινία. Θα ξεχαστώ. Ανία και πνευματική εξαθλίωση, ξημερώνει νέα μέρα στην πόλη και ακόμα να ξυπνήσω.

    Συνεχόμενος πονοκέφαλος λοιπόν, και πάμε παρακάτω.











*κλεμμένη φράση αλλα δεν θα την αλλάξω, ειναι η ακριβέστερη περιγραφή της κατάστασης.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

αυτοκριτικη

Έξυπνα και δημιουργικά παιδιά
γεμίζουμε με ψυχολογικά τα ιστολογία μας
στην γωνία μας
ο καθένας πάλι μόνος του
με κλειστό το στόμα του να ζούμε τα δικά μας
ακόμα δεν βρήκα λύση
ούτε κι ώθηση αφού όλοι είχαν δουλειά
όταν κάποιος έπρεπε κάπου να βοηθήσει
και μην ρωτήσεις αν ήσουν εσύ αυτός
αν με είχες νιώσει θα σουν φίλος
και όχι απλά γνωστός

μένω ψυχρός και αδιάφορος στους δίπλα
ανθρωπόμορφα, όμορφα, πρόσωπα χαμόγελα
που κρύβουν από πίσω  την ασχήμια
την αρρώστια, το ψέμα, την βρώμα
αμόλυντος μένω από μόλυνση γαμιόλιδες ακόμα
δε μιλάω πολύ γιατί έχω μεγάλο στόμα
γιατί αν καταφέρω την σκέψη να φέρω
στη επιφάνεια
έτσι ακριβώς όπως με γαμάει τόσα βραδιά
στην αφάνεια
θα κάψει τα μυαλά σας σαν βγούνε
απ την αδράνεια

ζιζάνια, κεφαλιά άχρηστα
βρίσκετε λάθη σε ότι και να κάνω
δεν ζω ευχάριστα 
κάνω ότι κάνω για πάω παραπάνω
να γνωρίσω μια καλύτερη πλευρά μου
να ξεκάνω την παλιά μου
έτσι πάει, έτσι κυλάει
πάλι χαμόγελο πάνω στην μάσκα
νέα μέρα στην πόλη μας ξεκινάει

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

τάσεις.

Σιγά-σιγά πεθαίνεις
Σου λέω ζήσε και μου λες δεν προλαβαίνεις
Άσε τις δικαιολογίες δεν με νοιάζουν ρε δεν το καταλαβαίνεις
Δεν πιστεύω στον θεό σου, δεν περιμένω λύσεις
Ουρλιάζω όσο αρνείσαι να σκεφτείς πριν να μιλήσεις
Κι αν νομίζεις ότι πέφτω πάλι έξω
Εσύ θυμήσου έπαψες, εγώ από την άλλη δεν φοβήθηκα να μπλέξω

Έχω τάσεις,
Τις σκέψεις που με πνίγουνε να τις κάνω προτάσεις
Γαμώ τις πολιτικές σου παρατάξεις τώρα έλα να με σπάσεις
Μιλώ όταν έχω βάσεις
Κάνε και συ το ίδιο να πάμε μπροστά
Αλλιώς καλύτερα κοιτά να σκάσεις

Λαβε θέσεις άμυνας και κράτα αποστάσεις
Αφήνομαι στην μάχη για το αύριο
Ενώ εσύ κρατιέσαι πίσω γιατί και καλά,
Έχεις πολλά καλά να χάσεις

Όλα είναι μάταια ˙
Έτσι όπως πας τίποτα δεν θ’ αλλάξεις.
Κανένα στόχο δεν θα φτάσεις.
Γιατί δεν θέλει μόνο λέγειν  μου μάθαν θέλει και πράξεις

Θέλει να πιάσεις
Τον κακό σου εαυτό, στην λάσπη να τον πετάξεις
Να τον πατάξεις και να τον διδάξεις
Να τον αναπλάσεις
Να διαβάσεις, να γνωρίσεις
ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ

Κρίνε για να κριθείς
Προσπάθησε όσο μπορείς
Τον υπεράνθρωπο να φτιάξεις.
Έτσι θα αλλάξεις.

Εσύ διαλέγεις

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

νευρα #2

Γύρω μου φάτσες αστείες
Στα δεκαεπτά όλα σκατά
Και οι σκέψεις περί ηθικής και ύπαρξης του είδους
Φέρνουνε ημικρανίες
Αδιέξοδα, σκαλώματα και φρίκη
Κλεισμένος μες το σπίτι
Όπου πάντα πάρων αυτοί οι φίλοι
Κολλητοί, ηλεκτρονικοί κάπως ύποπτοι και πλαστικοί
Μα όμως πάντα χαμογελαστοί
Τηλεοπτικοί εγκληματίες να πλασάρουν αηδίες
Και στην πιάτσα πρόβατα που φοράν φαρδιά
Να εκπροσωπούν κάποιες πλατείες

Αξίες, δεν έχω τον τελευταίο καιρό αναρωτιέμαι
Πόσο ακόμα να σας βλέπω θα αντέχω
Δεν συμμετέχω σε γιορτές και λες
Πως δε ζω τίποτα για να έχω
Αύριο να θυμάμαι
Εγώ όμως να ξέρεις δεν ταυτίζω το ζω με το κοιμάμαι

Είναι ακόμα μυαλά γεμάτα επανάσταση σκέψη και βρώμα
Εκεί που άλλοι δεν έχουνε τίποτα στην κούτρα να σκεφτούνε
Και πέφτουνε σε κόμμα, ακόμα
Αποκομμένος από το κάθε σώμα
Μέχρι να μπεις στο χώμα
Μ’ ένα χάος στόμα σαν κανένας
Θα ουρλιάζω το τίποτα ακόμα

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

βελονες

Κυνηγημένοι από τις σκέψεις μας
Ψάχνουμε καταφύγια στις σαχλές στιγμές
Τις σαχλής πραγματικότητας μας
Και εναποθέτουμε όσο πραγματικό εαυτό μας έμεινε
Σε κακογραμμένους στίχους.

Είναι οι ιδέες, οι ιδέες μας,
Αυτές που θα σφάξουν κάθε στρατηγό
Θα καταστρέψουν κάθε όπλο και στρατό
Για να αφανίσουν αυτές τον κόσμο πρώτες.

Αν δε το κάνω εγώ,
Τότε θα το κάνει κάποιος άλλος
Όποτε είστε χαμένοι από χέρι.
Όποτε  αρχίστε να κλαίτε ή να βελτιώνεστε.

Δεν είμαστε τίποτα παρά μόνο σωματίδια ύλης
Που ψάχνουν την ουσία μέσα στην σκόνη
Μέχρι να γίνουν σκόνη ή στάχτες
Από τον παλιό τους εαυτό.

Δεν είμαστε τίποτα, είμαστε όμως μόνοι.
Μόνοι, εμείς και η μοναξιά μας.
Τουλάχιστον οι μοναξιές δεν είναι πολλές
Γιατί αν ήταν πολλές μπορεί να έμοιαζαν με τους φίλους μας
Και να νομίζαμε εσφαλμένα ότι η φιλία είναι τόσο χάλια.

Δεν είμαι ματαιόδοξος, ούτε καταθλιπτικός
Εσείς είστε ονειροπόλοι
Και δεν αξίζει να είσαι ονειροπόλος
Αν υπακούς στο ξυπνητήρι που βρίσκεται μες στο κεφάλι σου

Δεν είσαι εσύ, εσύ
Και εμείς οι άλλοι
Ο καθένας εσύ είσαι εσύ
Και μαζί όλοι οι άλλοι σου

Πολύπλευρες προσωπικότητες
Με λαβύρινθους για μυαλά
Και σκηνές θεάτρου για πρόσωπα
Λένε καλημέρες σε άλλο τόσο αγνώστους περαστικούς
της ζωής τους.
Και μετά υποτίθεται ότι πρέπει να είμαστε ειλικρινείς.

Θα είμαστε τυχεροί αν μπορέσουμε να αφαιρέσουμε
Το προσωπείο και να αντικρύσουμε τον καθρέπτη
Χωρίς να πεθάνουμε μέσα σε εμέτους αηδίας.
Αυτοί είμαστε λοιπόν, βελόνες.

Βελόνες, φτιαγμένες ανορθόδοξα
Με αμβλέα άκρα
Και ακονισμένες κεφάλες.



Δεν το ζούμε στο δρόμο
Αλλά προσέξτε που πατάτε από δω και περά.
Και ξέρεις ε,
Κοίτα οι σόλες σου να είναι σκληρές
Και τα κορδόνια σου δεμένα σφιχτά
Γιατί αν φας τα μούτρα σου
Θα πονέσεις περισσότερο.

Μα ακόμα κι αν δεν πέσεις,
Ακόμα κι αν δεν τρυπηθείς
Εμείς και πάλι θα σε ενοχλούμε σιχαμένε
Γιατί σε αναγκάσαμε να έχεις σκληρές σόλες
Και οι σκληρές σόλες δημιουργούν κάλλους.

Μπου! Χαχα.

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

massive shit


The boxes are grey, the classes are pretty
The children are young, the girls are beautiful
We have pencils
The teachers have houses; the pictures are on the walls
The boys are at schools, the mothers have babies
The pianos are old, and yet
We have pencils

The countries are still murderers, the cops ‘re still problematic
Our minds are still breathing, but also dying slowly at some attic alongside with old furniture and score eaten closure
Businesses still running and innocent blood still flowing
Books’ still being burned but thanks god we have TV’s
If someday my cell phone breaks down I’ll lose a hundred of friends or so
Then I’ll buy three new ones and become more socialized than ever
I’ll be complete when I’ll be able to think about the world and feel happy
Given that I’m not on drugs trippin at the time
When the war is over peace protesters will fund a new one so they can protest once more
The sky is blue when it’s not white from the napalm bombs
They said that flowers give hope, but there is no flowers left at Syria no more
The pianos are still old and forgotten and art still don’t cost shit
Money’re red, still painting the American flag
Every war a white star

My hands still workin but my arms are broken
Che’s still a t-shirt logo
My hands still workin but my arms are broken
Cause art cost a fuckin fortune if you don’t know what art is
My arms are broken but my hands still workin
And even if art costs, I have a pencil to write me down

The boxes are grey, but their screens are colorful
The classes are pretty, as long as students have shit in their heads
The children are young, still they have psychological problems
The girls are beautiful, and already preparing to become sluts
We still have pencils
The teachers have homes, with no libraries in them
The pictures are hangin’ on the wall, hanged by the dead memories
The boys are at schools, doing prison life seminars
The mothers have babies, which have cancer scribbled on their fates
The pianos are old but their music still has a revolutionary tone in it

My arms are broken but my hands still workin
And even if art costs a shit or two, we have our pencils
To write us down.

ακυρηλες στην αρχη κατι σαν ασκηση αγγλικων (μπορει και λαθος) που βρηκα σε τετραδιο του αδερφου μου. εκατσα και εγραψα και αλλες ακυρηλες και βγηκαν στιχοι. ελα ρε

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΩ



Ο θεός στον οποίο αποδίδω πίστη, αιώνια πίστη είμαι ΕΓΩ. Πιστεύω σε έμενα, έναν ΕΜΕΝΑ που στόχος του θα είναι η εξέλιξη και βελτίωση του εαυτού του και ύστερα η βελτίωση των δίπλα του.
Πιστεύω σε έναν ΕΜΕΝΑ που δεν θα υποφέρει από την ανασφάλεια του λάθους. Που δεν θα πεισμώνει για να μην απογοητευτεί και ηττηθεί αλλά που θα αναγνωρίζει τα λάθη του και θα παροτρύνει τους άλλους να του αναδεικνύουν τα λάθη του ώστε να μπορεί αφού ανακαλύψει τα αίτια και τους παράγοντες που τον οδήγησαν στα λάθη αυτά, να αναπροσδιορίσει τις αντιλήψεις του και να αναπλάσει τον εαυτό του καλύτερο, πιο ισχυρό, πιο θαρραλέο και δίκαιο, πιο ορθό και έξυπνο.

Πιστεύω σε έναν ΕΜΕΝΑ που δεν θα ανέχεται να λέει και να του λένε ψέματα για τίποτα . Πιστεύω σε έναν ΕΜΕΝΑ που θα επιδιώκει την απόκτηση της αλήθειας όποιο και αν είναι το τίμημα.

Πιστεύω σε έναν ΕΜΕΝΑ που δεν θα κρύβει την άποψη του, ούτε θα σιωπά για χάρη της φιλίας ή της συγγένειας, που θα έχει χρέος να κρατηθεί αγνός από την βρωμιά των ψεύτικων-τυπικων σχέσεων και να βοηθήσει τους άλλους να εξελιχτούν δείχνοντας τους τις αδυναμίες τους και στηρίζοντας με πειστικά και ορθά επιχειρήματα γιατί οι αδυναμίες που βλέπει πάνω τους είναι όντος αδυναμίες.

Πιστεύω σε έναν ΕΜΕΝΑ που δεν θα ανέχεται να τον εκμεταλλεύονται , ούτε αυτόν ούτε κανέναν και που θα τιμωρεί τον εκμεταλλευτή όπως του αναλογεί.

Πιστεύω σε έναν ΕΜΕΝΑ που θα πιστεύει σε ένα  ΕΜΑΣ ακόμη πιο εξελιγμένο και ενάρετο και θα το στηρίζει με κάθε δυνατό τρόπο.

Πιστεύω σε έναν ΕΜΕΝΑ που θα παραμείνει αμόλυντος από την μόλυνση των καιρών.

Πιστεύω σε έναν ΕΜΕΝΑ που στόχος του θα είναι να επιδιώκει την σκέψη και που θα ωθεί τους άλλους στην σκέψη. Μια σκέψη όχι βεβιασμένη και υποδουλωμένη αλλά μια σκέψη ελεύθερη δίχως όρια και περιορισμούς, που δεν θα είναι θύμα φραγμών που έχουν επικρατήσει στις σύγχρονες κοινωνίες και τις αντιλήψεις των ανθρώπων. Μακριά από πολιτικές ορθότητες και στερεότυπα.

Πιστεύω σε έναν ΕΜΕΝΑ που δεν θα αποδέχεται ποτέ τον εαυτό του σαν αυθεντία, που θα αμφισβητεί καθημερινά και συνεχώς τις ιδέες του και θα πασχίζει να βρει ψεγάδια τα οποία θα αφανίζει βρίσκοντας λύσεις και απόψεις σωστότερες που θα γίνουν θεμέλια για την ανοικοδόμηση ενός ΕΜΕΝΑ ακόμη πιο ισχυρού από τον προηγούμενο.

Πιστεύω σε ένα ΕΓΩ που θα αναγεννάτε κάθε καινούργια μέρα από τις στάχτες του προηγούμενου και θα αντιπροσωπεύει την εξέλιξη και την βελτίωση σε προσωπικό επίπεδο , ένα ΕΓΩ δίχως επιβλαβές εγωισμό, δίχως υπεροψία. Μόνο γνώση, κρίση και άποψη.

Πιστεύω σε έναν ΕΜΕΝΑ που θα περνά από την θεωρία στην πράξη.

Πιστεύω σε έναν ΕΜΕΝΑ που δεν θα αφήνει την ηλικία του να του σταθεί εμπόδιο η δικαιολογία στο να μην βελτιωθεί.

ΕΓΩ μαζί με άλλους ομοίους μου θα στηρίζουμε και θα υποστηρίζουμε ένα ΕΜΕΙΣ πάνω απ όλα. Θα γίνουμε η βάση για τον νέο άνθρωπο. Τον ΑΝΘΡΩΠΟ.





Να, πάρτε και αυτο το όμορφο.


στιχοι:
I'm not the priziest horse or the classiest fighter
With shattered glass in my voice
Writing my name on the wall with the fingers my highschool gave me; I'm still
Counting electric sheep at night, in love with an electric blanket
In fact I make love with electric outlets
In my sleep, it's all flying pigs and things that want me dead;
When I'm awake, it isn't much different. It's not them versus us
The battle wages over future addictions
Something's missing, and I can't quite focus on it
Oh, it must be the disappearing act we all put with our dreams
They'll never find me as long as I keep smudging off into the background
And continue to sink through the sidewalk with my head under a bench, to see
Who hears me, narrating their lives by the way they hold their money so tight
So they could send their kids off, but the best historians sleep on benches
(Why is everybody sleeping on benches?)
I've been a rock as long as I've lived
Since everything has to be a nobel prize winner
I should've quit when I saved the ozone
I should have known if I can't feel the ones I came with, it's a good time to rest
And hold fear at bay like some hold the margins they need to survive in
Barely alive, and you want me to lighten up?
Make an angel on the beach or pick a boquet in your garden
Call me when they drop redemption upon you like a piano
Record the noise it makes when it flattens your hands
Then you realize it was only a dream and you were tied to a tree the whole time
Watching friends drag by 'cause they can't look at the scars under your eyes
Burned to hell covered by locusts, they're trying to quote us
Now that they finally broke us into ridiculous names and meaningless titles
I won't forget, the little things escape
Through the pores in my skin so I can pour it on thick
And watch them scurry to escape the glass, leave the collection
And have a life of their own, well get rich you'll hate it too..
I promise..

[Chorus]
In this life all I have, a falling sky in my arms
It's not that heavy, make pretend
It's someone else's party, what a gas

Shaking the hands that never trembles and always land on my feet
At this present elevation, I can't see past my feet
Between God's bald spots where the sky stops
I'm one of the Earth's latest gallstones
Despite all the America going on, it's all Rome
Go get unstuck, don't lose sleep 'til you can't find solace
In the fact that you can barely control yourself. Let alone
We're all tied down; since our wings got clipped, and lately can't sing enough
In the party that never ends, 'cause no one knows how to clean up the mess
What's up with all the gags?
Everyone around me has these holes drilled through 'em
And someone on the other side is trying to figure it out. Dying to be someone
Killing to be recognized as something that you're not
Well since we're all so into introductions, don't forget your names
Since you love yourself so much, keep it away from me
'Cause I've baked under artificial lights with artificial girls
And that sinking feeling there's someone sleeping inside my sleepless body
Quit playing kid games with your old tongue
'til you can find someone to buy future epiphanies from. Here's one:
I live in the city and leave everything alone, yesterday it was all TV
After all is said and done, we barely have memories
So I write what I feel, sue me if it's empty
Imagine that, I'm barely human, I'm barely human..

[Chorus]
In this life all I have, a falling sky in my arms
It's not that heavy, make pretend
It's someone else's party, what a gas

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Επίκληση στο θεό ενώ είσαι άθεος ή Φαινόμενο που παρατηρήθηκε προχθές το βράδυ



    Η νύχτα ήταν ωραία. Είχε δροσιά και οι δρόμοι ήταν άδειοι, δείγμα του ότι στην Αθήνα του 2012 λίγοι περνάνε αληθινή κρίση, πράγμα όντας ανακουφιστικό μετά από μια μέρα ανυπόφορης ζέστης.
   
   Ήμασταν για βόλτα απ’ τις επτά και κατά τις έντεκα- δώδεκα είχαμε ξεμείνει οι δυο μας, εγώ και ο Βαγγέλης*. Καθώς το πράγμα πήγαινε για διάλυση και κάνεις μας δεν ήθελε πραγματικά να πάει σπίτι του, είπαμε να πάρουμε κάνα σουβλάκι και να κάτσουμε σε κάνα σκαλί. Παραγγείλλαμε, εγώ καλαμάκι αυτός πυτόγυρο. Είχαμε πιει και λίγο πριν και γι’ αυτό είχαμε και όρεξη.
   
   Βγήκαμε απ' το μαγαζί, αρχίσαμε τις βόλτες –οι οποίες κατέληγαν πάντα στα σκαλιά του σπιτιού του-  λίγα μέτρα μετά το μαγαζί παρατηρήθηκε το φαινόμενο. Από μπροστά μας πέρασε μια κοπέλα ,γύρω στα είκοσι τρία?, μας έκανε εντύπωση και ο β. είπε ο θεέ μου!
«Ναι καύλα είναι» ,είπα
«Μόνο; Πω ρε πούστη μου γαμώτο, ποιος τις γαμάει όλες αυτές?»
«Ξέρω γω, όταν μάθεις πες μου»
«Και είναι και του τύπου μου», είπε,
« Από αυτές που μ’ αρέσουν όχι πολύ καλές, μόνο επιφανειακά αλλά κατά βάθος σκρόφες και υπεράνω στο χαρακτήρα. Με φτιάχνουν κάτι τέτοιες»
«Εμένα με φτιάχνουν όλες, αρκεί να ταιριάζουμε ιδεολογικά και να μην είναι και τελείως ηλίθιες»
«Ε, και γω δεν βάζω περιορισμούς»


«πάντως είπες θεέ μου ενώ είσαι άθεος»
«α ναι, ε κοίτα σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις δεν σκέπτομαι ορθά»
«γιατί έτσι;»
«Θα σου πω», είπε
«Ο άντρας έχει δυο κεφάλια όταν το αίμα συγκεντρώνετε μόνο στο ένα, το άλλο υπολειτουργεί»
«Κατάλαβα»


«Ξέρω τι έγινε στην προκειμένη», είπα,
«Ειδές την γκόμενα και ερεθίστηκες. Έτσι το αίμα άρχισε να συγκεντρώνεται στο κάτω κεφάλι και καθώς κυλούσε, το κεφάλι γέμιζε ενώ τα κατακάθια του αίματος σου, τα αργοκίνητα και χαζά αιμοσφαίρια του χριστιανού έμειναν πίσω, στο πάνω κεφάλι. Γι’ αυτό είπες θεέ μου»
«Γαμάτο, να γράψεις κάνα ποίημα γι’ αυτό»
«Μπορεί»
  
    Γελάσαμε. Μετά είπαμε διάφορες μαλακίες περί του θέματος αλλά και διάφορες άλλες για άσχετα πράγματα για κάνα μισάωρο και χωριστήκαμε. Η νύχτα ήταν όντως ωραία.






*Βαγγέλης: άνθρωπος, φύλλου αρσενικό. Ενας φίλος μου τέρμα έξυπνος.

υ.ς. δεν θυμαμαι τους διαλογους αυτολεξει γιαυτο ειναι στο περιπου. αλλα στα αρχιδια μου, εγω γραφω οτι θελω κανω.

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Μια ματιά στον Mikhail Vrubel

Καλοκαίρι. Αθήνα, ζέστη, μαθήματα και πλήξη. Βραδιές αποβλακώσεως στο δωμάτιο με το κουτί. Μπροστά απ την οθόνη. Έλεγα θα είμαι λειτουργικός και δημιουργικός αλλά σκατά. Τίποτα δεν κάνεις, τίποτα δεν κάνω και τίποτα δεν γίνεται.
Το ριξα σε αυτά που μ' αρέσουν μπας και ξεχαστώ. Είπα να γράψω για έναν αγαπημένο ζωγράφο, τον Κω. Βρούμπελ.

Ο εν λόγω καλλιτέχνης, γεννημένος το 1856 στην Ρωσία ήταν μέλος του τότε  κινήματος του συμβολισμού και ο τρόπος «γραφής» του περιέχει στοιχεία ύστερης βυζαντινής και πρώιμης  αναγεννησιακής ζωγραφικής.
Με σκαλώνει αρκετά διότι ζωγραφίζει λες και φτιάχνει ψηφιδωτά. Αμέτρητα κομμάτια χρωμάτων συνδυάζονται για να βγει μια εικόνα.


 Πιο πολύ απ όλα όμως μου κάνουν εντύπωση οι πινάκες και οι σπουδές του με θέμα τους δαίμονες. Τους αναπαριστά σαν αρρενωπούς νέους οι οποίοι εναρμονίζονται με το φόντο κάθε πινάκα λες και είναι αναπόσπαστες μονάδες τις γύρω φύσης. Πιο εντυπωσιακό από όλα είναι τα μάτια ˙ τις περισσότερες φορές γεμάτα θλίψη και μελαγχολία. Αιώνια στοχαζόμενοι το χάος και τη ελευθερία.



 





                 " μορφές που αγαπάν το ειναι τους και το ειναι γυρω τους. γίνονται ενα μ' αυτο ."

                                                                            "τα μάτια."
 Μοιάζουν με τους έκπτωτους-αποστατημενους αγγέλους από το βιβλίο «η ανταρσία των αγγέλων» του 'Ανατολ Φρανς. (βιβλίο που διάβασα πριν από κάποιο καιρό και μ' άρεσε πολύ. Το συνιστώ)

Παραθέτω και μερικά σκίτσα του ιδιου θέματος :












και κάποια αλλα έργα με διαφορετικό θεμα :











αυτα.



υ.ς. για οποιον θέλει να δει περισσότερα έργα του, υπάρχει ο γοογλης.

Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

σκάκι

 αρκετα παλιο/παιδικο κουπλε. με ποιημα μιαζει πιο πολυ.
 (μου βγαινει λοουμπαπικα οταν το λεω γι' αυτο)
εμπνευσμενο απο την ταινια μικρου μηκους "The Chess Game " που βρηκα στο μπλογκ του μιασμα.
αυτα .


Και να, άλλη μια μέρα
Παραταγμένοι σε σειρά πάλι επάνω στη σκακιέρα
Περιμένοντας, να αρχίσει η μάχη
Για να πέσουμε νεκροί για κάποιον λαμπερό στρατάρχη

Αποστολή κάθε πολεμιστή
Με το σπαθί και τη λεπίδα του να φέρει νίκη λαμπερή
Μόνο που αγνοεί τη μοίρα τη πικρή,
δε ξέρει ότι το αντίτιμο είναι η ίδια του η ζωή

αυλικοί και βασιλιάδες να κοιτάν από ψηλά
τον στρατό από ανθρωπάκια να πεθαίνουν σιωπηλά
και όσο πιο πολλοί λυγίζουν, πέφτουνε και σπάνε
τόσο πιο πολύ αυτοί χαίρονται, χειροκροτάνε

περνά η ώρα και χειροτερεύει η κραιπάλη,
στο τέλος κάνεις δεν νίκησε και πάλι
μα η στρατιά γυρνάει στο στρατόπεδο πιστή
για σήμερα τέλος και αύριο και πάλι από την αρχή

και όσο οι κουρασμένοι στρατιώτες δένουν τις πληγές
ο στρατάρχης παθιασμένα όλο ξεφωνίζει εντολές
από τις σειρήνες ακούγονται ύμνοι και εμβατήρια
Και επιζώντες από κάτω
να δίνουν ο ένας στον άλλον θερμά συγχαρητήρια


και έτσι πέφτουνε για ύπνο ευτυχισμένοι
δεν νιώθουνε νεκροί, δεν νιώθουνε χαμένοι
ελπίζουν ότι αύριο θα είναι οι νικητές της μάχης
με τις στρατηγικές για όπλο που απόψε ετοιμάζει ο στρατάρχης

όλα σιωπηλά μα βόμβες ακούγονται να πέφτουν που και που
κάπου αραιά
και όσο στις σκηνές η πείνα και το κρύο τρώει στεγνά τα σωθικά
οι βασιλιάδες κοιμούνται στα δωμάτια τους τα ζεστά

ονειρεύονται μεγάλους θρόνους
να είναι ακόμα πιο πολλών αφεντικά
και για φόντο στη δουλειά ένα πεδίο μάχης
σπαρμένο με κορμιά, δε πειράζει, δε τους αφορά

όσο κυλά η νύχτα στο στρατόπεδο είναι όλα εντάξει
μόνο που σε μια σκηνή μια ομάδα στα κρυφά κάτι ετοιμάζει
μπούχτισαν από την πάλη πέντε στρατιώτες βαρεθήκαν
και τα κεφάλια των αρχόντων μια νυχτιά να βγουν να πάρουν είπαν

και έτσι, πριν της καινούργιας μάχης την αρχή, κάποια αυγή
ξεσηκώνουν τα πιόνια
κάνουν καθένα από αυτά τους αφέντες να απαρνηθεί
επαναστατούν και σκοτώνουν τον στρατάρχη
οι πέντε λιποτάκτες κερδίσανε τη μάχη


ο υπόλοιπος λαός τους έχει κάνει ήρωες
και αυτοί τώρα περήφανοι ορθώνονται, γελάνε
δεν κατάλαβε όμως κάνεις πως σαν νέοι βασιλιάδες
μάχη από αύριο καινούργια ξεκινάνε



για άλλη μια φορά
για άλλη μια μέρα
παίρνουμε τις θέσεις μας
επάνω στην σκακιέρα

θα σκοτώσουμε πολλούς
και θα πέσουμε νεκροί
μόνο και μόνο
κάποιος βασιλιάς για να χαρεί

για άλλη μια φορά
για άλλη μια μέρα
παίρνουμε τις θέσεις μας
επάνω στην σκακιέρα

θα σκοτώσουμε πολλούς
και θα πέσουμε νεκροί
για να είμαστε ελεύθεροι πραγματικά
η σκακιέρα ˙ πρέπει να καταστραφεί.







Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

κουπλε νο2

Δεν κάνω χιπ χοπ
Τουλάχιστον όχι τόσο καλά όσο θα ήθελα
Βλέπεις, δεν γράφω τραγούδια
Απλά κολλάω μεταξύ τους φράσεις
Και ελπίζω κάποια να σε κάνει να σκεφτείς.
Αυτό που ακούς είναι σκέψεις σκιαγραφημένες
Και πεταμένες πρόχειρα
Πάνω σε ένα επαναλαμβανόμενο μουσικό μοτίβο.
Η μούσα της αποτυχημένης ποίησης ασελγεί ασταμάτητα μες το κεφάλι μου,
Καίγοντας μου τα εγκεφαλικά κύτταρα,
Τόσο που νιώθω βιασμένος.
Λες και φταίω εγώ που δεν ακούγετε.
Οι καθημερινές  συναναστροφές μου κατέληξαν όλες σε
Ένα αίσθημα ανίας και απογοήτευσης
Τόσο που γίναν απλά καθημερινές.
Σταμάτησα να παλεύω για το μέλλον μου εφόσον έτσι σκότωνα το παρόν μου.
Έξαλλου όλα είναι μάταια και τίποτα δεν αξίζει.
Και εγώ το ίδιο μάλλον.
Δεν είμαι άνθρωπος, είμαι μια κινούμενη ιδέα με σάρκα και οστά
Στα πρόθυρα της κοινωνικής σχιζοφρένειας
Που καταπονείται ακόμη από τους πόνους της γεννάς της.
Δεν είμαι κανένας, είμαι Ο ΚΑΝΕΝΑΣ
Ένα απλό νούμερο που σιχάθηκε το σύνολο τιμών του
και αποστάτησε από το πεδίο ορισμού
παρέα με τα υπόλοιπα απόκληρα μηδενικά.
Ένα τίποτα που όμως δεν μπόρεσε να αποχωριστεί το «κάτι» της ύπαρξης του.
Χαμένοι σε περιορισμούς. Φυλακή μας το σύμπαν και τα μυαλά μας.
Δεν μετανιώνω.


Όσο η επανάσταση συζητιέται δεν θα γίνει ποτέ πράξη
Και όσο η τηλεόραση παραμένει στο σπίτι,
Ο κόσμος θα παραμένει ακόμη ανίκανος να ξεχωρίσει το τι είναι πραγματικά επικίνδυνο.
Έμαθα πως για να κυριαρχήσεις τον κόσμο δεν χρειάζεσαι βόμβες
Πρέπει απλά να κάψεις τις βιβλιοθήκες
Και όποιον φιλοξένει μια τέτοια σπίτι του.
Η μέθοδος είναι δοκιμασμένη και η επιτυχία εγγυημένη.
Αν δε με πιστεύεις ρωτά τον διπλανό σου ποιος είναι ο Έρικ Μπλαίαρ.
Πάω στοίχημα πως ΔΕΝ ΘΑ’ ΧΕΙ ΙΔΕΑ

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

κουπλε νο1

Πρόβλημα είναι το να μην έχεις προβλήματα
Γιατί το να μην έχεις προβλήματα πάει να πει
ότι και εσύ έχεις κάνει κάτι.
Δεν υπάρχουν αθώοι και δεν θα υπάρξουν ποτέ,
Όσο κάποιοι πεινάνε ενώ τα σουπερμάρκετ αναπτύσσονται οικονομικώς
Χάρις στους πελάτες τους.
Δεν είμαστε τα πιόνια, είμαστε η σκακιέρα στο παιχνίδι τους
Αφού τα πιόνια μπορούν να αντικατασταθούν ή να γίνουν βασίλισσες
Ενώ αν τους απαρνηθούμε εμείς δεν θα χουν που να πατήσουν.
Πόσο μάλλον που να ασκήσουν την εξουσία τους.
Έξαλλου δεν νιώθεις να σε πατάνε?
Κοιτώ τόσα χρόνια όλους αυτούς που μιλάνε για την επανάσταση
Και παραξενεύομαι.
Υποτίθεται πως αν πιστεύεις και παλεύεις για κάτι,
Θα πρέπει να το κάνεις πράξη και όχι να μιλάς γι’ αυτό.
Αν προτιμάς να μιλάς, τουλάχιστον ύψωσε την φωνή σου
Γιατί βαρέθηκα να ακούω επαναστατικούς ψιθύρους.
Τα μόνα που έχουν δικαίωμα να ψιθυρίζουν την επανάσταση
Είναι τα βιβλία.
Αν διαφωνείς,  προσπάθησε να γράψεις κάτι που να φωνάζει.
Δεν είμαι ποιητής, οι λέξεις βγαίνουν με δυσκολία στο χαρτί
Και όταν βγαίνουν, βγαίνουν από μόνες τους.
Η κινητήρια δύναμη των πάντων είναι η αγάπη,
Η αγάπη για χρήμα πιο συγκεκριμένα.
Και όταν αυτό μας γαμάει, αυτό θεωρείται έρωτας.
Χαχ, όλοι παραπονιούνται συνεχώς ότι δεν αγαπάμε αρκετά,
Αλλά εγώ έχω μπουχτίσει.
Αν μας λέγανε πως με το να περπατάμε με τα χέρια
Θα βγάζαμε χρήματα, πάω στοίχημα ότι τα πόδια μας θα είχαν ατροφήσει
Εδώ και καιρό από την αχρηστία
Και οι πραγματικοί επαναστάτες θα είχαν ψοφήσει προ πολλού
Αφού θα χαν μείνει απένταροι.
Λένε πως όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος
Μα, πλέον νομίζω πως η φράση θα πρέπει να λέει
Όπου πέσει λόγος θα πίπτει ράβδος, γι αυτό συστήνω να σκάσετε.
Ένα ποίημα ποτέ δεν τελειώνει παρά μόνο εγκαταλείπεται
Και εγώ παρατάω αυτό εδώ τώρα γιατί τα γκλόμπς πονάνε,
Και  εγώ έχω πολλά ακόμη να γράψω πριν πεθάνω.
Καληνύχτα.

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

ψάξιμο vol.1

Νιώθω καλύτερα σήμερα. Είπα να κάτσω να ψάξω να βρω τίποτα το ενδιαφέρον να ακούσω. Να τα αποτελέσματα.









 





















Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

πρόβλημα

Το κύριο πρόβλημα μου είναι ότι είμαι μόνος.

Όλα πάνε σκατά εδώ και καιρό αλλά τώρα τελευταία το αντιλαμβάνομαι όλο και πιο πολύ.  Λίγο η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η κατεστραμμένη αυτοπεποίθηση,  λίγο η ζεστή και οι καλοκαιρινές αϋπνίες, τα μαθήματα και το πολύωρο καθισιό με έχουν κάνει σκατά. Η κύρια αίτια είναι όμως η ανία. ΒΑΡΙΕΜΑΙ τον σάπιο μας κόσμο γαμώ την πουτάνα μου. Ξέρω τι θα κάνω αύριο από όταν θα ξυπνήσω έως ότου να πέσω να κοιμηθώ και το χειρότερο ξέρω ότι το ίδιο θα επανελήφθη και μεθαύριο και την επομένη και την επομένη και και και…. Σκατά.

Θα μου πεις άλλαξε ρε! Κάνε κάτι δημιουργικό! Χαχ. Το θέμα είναι ότι δεν έχω ούτε τον χρόνο ούτε τα μέσα για να κάνω κάτι τέτοιο και προπάντων δεν με εμπνέετε ρε πούστη μου, το ανθρώπινο είδος είναι τόσο σκατένιο που καταλήγεις να λες πως δεν θες να φτιάξεις τίποτα το όμορφο για σένα γιατί παίζει να αρέσει και σε κάποιον άλλον που απλά δεν το αξίζει (με εξαίρεση λίγων). Σκατά.
    
Είμαι μόνος, τουλάχιστον αισθάνομαι μόνος όχι από άποψη κοινωνικής μοναξιάς, φίλους και γνωστούς (αν και οι περισσότεροι από τους γνωστούς όταν μου μιλάν πάντα όλο κάτι μου ζητάν) έχω όπως όλοι και δεν είμαι και τόσο μαλάκας ή αντιπαθητικός για μη θέλεις να μου πιάσεις την κουβέντα ισα ισα έχω και τρόπους, Μας λείπει όμως κάτι πολύ σημαντικό : κοινά ενδιαφέροντα. Δεν λέω, δε με χαλάει να βγω να μιλήσω με την παρέα, να μαλακιστούμε, να φιλοσοφήσουμε, να γίνουμε μουνι και να μαλώσουμε αλλά δεν κάνουμε ποτέ κάτι που να μένει, να είναι πιο ολοκληρωμένο (π.χ. ποτέ δεν παίζει να μαζευτούμε και αντί του να μιλάμε και να πούμε κάτι εποικοδομητικό μόνο, να κάτσουμε και τις απόψεις αυτές να τις γράψουμε, να τις συγκροτήσουμε/οργανωσουμε στο κεφάλι μας και να τις αναπτύξουμε, να τις κάνουμε αναλύσεις , να τις συγκρίνουμε και να βγάλουμε συμπεράσματα που να μας οδηγήσουν στην βελτίωση και την ιδεολογική ενότητα.

Ο καθένας στον κόσμο του, με τα όρια και τα ταμπού του- φυσικά εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση), ιδεολογικά κοντά δεν είμαστε, να δημιουργήσουμε δεν θα κάτσουμε ποτέ (δεν μας αρέσει αρκετά η ίδια μουσική, ώστε να βγάλουμε τραγούδια η έστω μελωδίες, ούτε ζωγραφίζουν οι άλλοι) σαν χαρακτήρες είμαστε μπουρδέλο, μπερδεμένοι (εγώ απαισιόδοξος και καραγκιόζης, ο άλλος τσαπατσούλης παραλίας, ο τρίτος με τίγκα στερεότυπα στο κεφάλι του κτλ). Σκατά. Γι’ αυτό βαριέμαι.

Δεν είναι ότι είμαι υπερβολικά έξυπνος (μεγάλη μαλάκια αυτό τελικά) για να βρω άτομα της ηλικίας μου και να κάνουμε κάτι, απλά οι άλλοι δεν είναι αρκετά δημιουργικοί για μένα. Καταπιέζομαι και εν’ τέλει αυτά που θελα να κάνω τα βαριέμαι- λέω δεν έχουν νόημα να γίνουν. Σταμάτησα να ζωγραφίζω κιόλας (χαθήκαμε ρε μαλάκα χασκ και δεν πωρώνομαι). Ευτυχώς υπάρχει τομιασμα και με ενθαρρύνει να κάνω τις μουτζούρες μου.
   
Σκατά. Δεν ακούω και μουσική. Σκατά. Μόνο βιβλία διαβάζω. Αλλά αυτό δεν φτάνει. Σκατά









Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

θεληση για εξελιξη

ειναι να παιζεις σκακι με τον εαυτο σου και να εχεις φτασει σε τετοιο επιπεδο που πραγματικα να μην θελεις να χασει καμια πλευρα (και συνεπως να μην υποσκαπτεις την μια ενω δινεις τοπο να νικησει η αλλη) και εν τελει να καταληγεις να τελειωνεις ολες τις παρτιδες σου με αλλεπαλλιλα πατ λογω κινησεων.
αυτο υποδεικνυει οτι σε νοιαζει να βελτιωσεις τη σκεψη σου και τις τεχνικες αναλυσης ωστε να νικας τον ιδιο σου τον εαυτο δηλαδη να ξεπερνας το επιπεδο σου και νε εξελισεσαι ενω σπας το καλουπι και βγαινεις ανανεομενος και δρυμητερος (χωρις να σε νοιαζει ουσιαστικα η νικη αλλα η εξελιξη και η διευρηνση των νοητικων ικανοτητων σου).
το θεμα ειναι οτι αν προσπαθεις ειλικρινα για κατι τετοιο ειναι πολυ δυσκολο να καταφερεις να νικησεις τον εαυτο σου σε μια τετοια παρτιδα που θα εισαι αντιμετοπως με εσενα.
γιαυτο και τα πατ.

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Πςςςς...

Με πιάνω να μιλάω μόνος μου μα όχι σε μένα. Ενδιαφέρων , πάντως θεός δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως το ίντερνετ και διάφορα προγράμματα που καταπολεμούν τη μοναξιά.

Δεν έχω πρόβλημα στα μάτια αλλά δεν βλέπω και πολύ καλά μάλλον γιατί κάθε φορά που σχολιάζω κάτι που μας δείχνουν οι άλλοι με κοιτούν περίεργα.

Στην πρώτη εικοσαετία της ζωής μου οι ιδέες μου είναι ήδη για σκότωμα, και ήδη πολλοί περιμένουν πως και πώς να τις δουν να πεθαίνουν. Άλλοι μου προτείνουν να τις νοθεύσω μα δεν μπορώ˙

Γουστάρω την μέθη , τις ολιγάριθμες παρέες.

Πςςςς ποίηση.

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Ειρμοί.

Σαπίλα

Ο κόσμος σου είναι σάπιος. Και ο δικός μου είναι σάπιος επίσης. Το θέμα είναι ότι αντί του να προσπαθούμε να ξεπεράσουμε την αρρώστια και να μείνουμε ζωντανοί κοιτάμε να σαπίσουμε όμορφα.

Απ’ όταν γεννιόμαστε αρχίζει η διεργασία του θανάτου μας, ΑΡΓΟΠΑΙΘΕΝΟΥΜΕ, απλά το χαροπάλεμα μας διαρκεί περισσότερο και δεν παρατηρείται εύκολα γιατί το καλύπτουν το άγχος να βρεις μια δουλειά, να πάρεις προαγωγή και ύστερα σύνταξη. Σε άλλους τον καλύπτουν τα ποιήματα και τα βιβλία που προάγουν την σκέψη. Άλλοι πάλι προτιμούν να αγοράζουν επώνυμα σάβανα και να πηγαίνουν σε μεταμεσονύκτια ομαδικά ξεσαλώματα. Δεν γαμιέται, στην τελική δημοκρατία έχουμε, ο καθένας μπορεί να πεθάνει με τον τρόπο που του αρέσει. ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΝ ΨΟΦΟ λοιπόν.

Ώρες, ώρες αναρωτιέμαι σε τι εχω φταίξει και μπορώ να σκέπτομαι. Είναι επώδυνο. Ζηλεύω τους ηλιθίους γιατί  αισθάνονται χαρούμενοι εκ' του φυσικού τους ενώ εγώ χρειάζομαι μπύρες. Και οι μπύρες κοστίζουν.

Αφού είμαστε εύθραυστοι πέφτω με δύναμη στο πάτωμα και σπάω σε χίλια κομμάτια τα ανιαρά καλοκαιριάτικα βράδια για να μαζέψουν τα θρύψαλα μου ήσυχα οι σκουπιδιάρηδες των έξι προ μεσημβρίας. Κομμάτι προς κομμάτι, έτσι ώστε να μη με δουν οι παρομοίως εύθραυστοι συνάνθρωποι μου και τους χαλάσει η μέρα. Έστω και για ένα δεκάλεπτο. Έστω και για μόνο μια στιγμή ακόμη.

Κράτα με όσο με νιώθεις μα άφησε με όταν σταματήσω να σε πληρώνω. Ο σκοπός δεν είναι η γνώση αλλά η συνειδητοποιημένη άποψη για μια πληθώρα πραγμάτων και τα παιδιά μας το ξέρουν καλά αυτό. Εκτός απ τις φορές που βλέπουν τηλεόραση.

Μένω στάσιμος σε αυτά που όλοι γύρω μεταλλάσσονται και μεταλλάσσομαι σε αυτά που οι άλλοι φοβούνται.

 Μπορεί η κοινωνικότητα να είναι προσόν αλλά η αντικοινωνικότητα λόγω αηδίας για τις περιορισμένες αντιλήψεις των άλλων είναι ευλογία.

Κράτα με όσο με νιώθεις με πέταξε με όταν στ6αματησω να σε πληρώνω. Βασικά πέταξε με όταν σταματήσω να πληρώνω γενικότερα, γιατί βλέπεις, αν δεν πληρώνω κάποιον τότε δεν θα αγοράζω κάτι και θα είμαι μάλλον πολύ ανίκανος και άχρηστος και οι ανίκανοι και οι άχρηστοι είναι για τα σκουπίδια.

Και τα ποιήματα τους το ίδιο μάλλον.
...

Σαπίλα.

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

ΝΕΥΡΑ

Σε μισώ
Οπότε μίσησε με
Γιατί η σκέτη αδράνεια με κάνει να βαριέμαι
Δεν καταλήγω κάπου όπως πάντα και χαλιέμαι
Όταν σκέψεις αδιέξοδα
Τον εγκέφαλο μου καίνε
Ερωτήματα –γόρδιοι δεσμοί,
Που, πως, ποτέ και γιατί
προσπάθεια κουραστική
Καμία φορά κάτι πάει να ειπωθεί
Πάνω σε κάποιο χαρτί
Αλλά το τρώει η σιωπή
Αφού οι πιο πολλοί από εσάς για τα λεγόμενα τους
Είσαστε ή βλάκες ή κουφοί.
Νέα μέρα, με φόντο και πάλι το κουτί
Και για συμπλήρωμα μια σάπια μουσική
να βγαίνει από την τιβί
σιωπή! σιωπή!
πάλι αναλώνομαι σε τοίχους,
μιλώ σε λίγους
άμα δεν είχα εχθρούς δεν θα 'χα  φίλους
γι’ αυτό επιλεγώ πόλεμο να κάνω με εκείνους
παιδί του κτήνους σε αιώνια αυτό-εξορια
γαμιέται η απληστία και όσοι χλευάζουν τα βιβλία
 ένα δυο τρία,
αυτό-οργάνωση, γνώση και ατομιστική αναρχία

μέχρι την αταξική μας κοινωνία θα κάνουμε φασαρία.

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Ζωντανός ψόφος.

Και πάλι στη θέση μου.
Αναμένοντας,  παίρνω βαθιές ανάσες για να αποφύγω να σκέπτομαι
κοιτώ τον φωτισμό να αλλάζει εντάσεις
ενώ οι υπόλοιποι θεατές σαπίζουν ήρεμοι περιμένοντας στις κόκκινες καρέκλες τους
από τα ηχεία βγαίνουν κραυγές, φανταχτερά εμβατήρια
που εξυμνούν ότι μισώ
η ατμόσφαιρα είναι τέλεια για το όργιο που επακολουθεί.
Παρακαλείτο ησυχία! Ξάφνου φωνές.
Οι κουρτίνες ανοίγουν και
οι διπλανοί μου αρχίζουν να στριφογυρίζουν ανυπόμονα στις θέσεις τους
λογικά πρέπει και γω να κάνω το ίδιο
κάποιος πέταξε την πρώτη βλασφημία από τα πίσω καθίσματα
τώρα θα αρχίζουν να φωνάζουν
ποτέ δεν μου άρεσε να πηγαίνω σε γιορτές
τώρα έρχονται αυτές σε μένα
και οι συμμετέχοντες με τραβάνε στο χορό
κοίτα, κοίτα διπλανέ , χορεύω
κοίτα, μισώ και γω αυτούς που μισείς
μισώ και γω αυτούς που μας είπαν να μισούμε
αυτό πάει να πει ότι είμαστε φίλοι ;
αφού είμαστε φίλοι θα σου πω πως ποτέ δεν μου άρεσαν οι γιορτές
οι χορηγοί, οι διοργανωτές και οι πρωταγωνιστές
αλλά μην τους το πεις εντάξει; γιατί τα γκλόμπ πονάνε βλέπεις
κοίτα διπλανέ κοίτα χορεύω
είμαι εχθρός τους δεν είμαι εχθρός σου
μην με φοβάσαι ποτέ δεν θα σε έβλαπτα, θα ήταν ανούσιο άλλωστε
αν δεν μπορώ να στο πω κατάμουτρα
μπερδεύω τα βήματα μου και πέφτω
οι διπλανοί συνεχίζουν να χορεύουν και να ξελαρυγγιάζονται
ακλόνητοι ,ενώ με καταπατάνε,
για να γίνουν ένα με τους μπροστινούς τους
οι όποιοι θα γίνουν ένα με τους μπροστινούς τους και ούτε καθ’ εξής
δεν φωνάζω
όλο και πιο πολλά πόδια πιέζουν το κρανίο μου αλλά δεν με νοιάζει
θέλω τον θάνατο μου αφού δεν μπόρεσα να φέρω τον δικό τους
δεν φωνάζω
δεν θα χαρίσω ούτε μια λέξη στον χορό τους
κρατάω την φωνή μου για την ώρα που θα χρειαστεί να φωνάξω ΠΟΛΕΜΟ!
Και τα γέλια μου για την ώρα που θα χορεύω
,έναν χορό δικό μου, πάνω από τα σάπια πτώματα σας.
Η πίεση μεγαλώνει και σκέπτομαι πως το μόνο που θα μείνει να με θυμίζει
θα είναι ένας λεκές από τα χυμένα μυαλά μου στο πάτωμα
άλλωστε, αυτά είναι το μόνο ισχυρό πράγμα πάνω μου
που αξίζει να μείνει.
Σκοτάδι παράλυση και λιποθυμία.
Η ανθρωπινή θάλασσα οργιάζει ˙ πόνος.
Ξάφνου νιώθω να ανυψώνομαι ˙ πέθανα και πάω πάνω ;
Μπα μαλακία δεν παίζει.
Με σηκώνουν. Το δίλεπτο τέλειωσε λέει,
να μάθεις καλύτερα τα βήματα για νη μην μπερδεύεσαι άλλη φορά,
ακολούθει γλέντι με φαί, μεθύσι και κάνα τσιγάρο λέει.
Τουλάχιστον αύριο δεν θα θυμάμαι και πολλά.
Έτσι που λες.
Ζωντανός ψόφος διπλανέ.

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

ania.


 Ένα μικρό διήγημα. γραμμένο ενα βράδυ κάποιας τετάρτης.
 ΘΕΜΑ: ο ολικός συμβιβασμός και η υποδούλωση του καπιταλιστικού ανθρώπου στην ρουτίνα και η           εσωτερική σήψη του


  Ανία.

    Δεν ήξερε ότι είχε το μικρόβιο. Όπως κάθε μέρα έτσι και εκείνο το πρωί είχε σηκωθεί νωρίς για να μην αργήσει στην δουλεία. Ήταν μόλις στους επτά πρώτους μήνες στην θέση και ειδή ήλπιζε ότι με την συνέπεια, το εργατικό του χαρακτήρα και λίγη ευγένεια παραπάνω προς το αφεντικό είχε υψηλές πιθανότητες να πάρει προαγωγή πριν κλείσει ο χρόνος. Ντύθηκε. Το γκρίζο εργατικό σακάκι του, μουντό και καταθλιπτικό μα καθαρό και σιδερωμένο όπως πάντα τον περίμενε κάθε μέρα κρεμασμένο στην πλάτη της καρέκλας διπλά στο κρεβάτι. Το διαμέρισμα το είχε από τότε που δέχτηκε την δουλειά. Ήταν ένα ευρύχωρο ,υπερβολικά μεγάλο για ένα άτομο, διαμέρισμα με μεγάλα παράθυρα και ψήλο ταβάνι κλασσικό των σπιτιών της Αθήνας του προηγούμενου αιώνα. Πήρε το πρωινό του. Στο σαλόνι η τηλεόραση έπαιζε μια πρωινή εκπομπή συνηθισμένη, από αυτές που οι παρουσιαστές, οι παρουσιάστριες και όλοι οι καλεσμένοι, ενώ μίλανε για ένα κάρο πράγματα, τελικά δεν λέγαν τίποτα που άξιζε να το θυμάται κανείς μετά από ένα μισάωρο.
    Η ώρα ήταν έξι και μίση όταν βγήκε στον δρόμο. Η γειτονιά δεν είχε ξυπνήσει ακόμα και μόλις που υπήρχαν δυο τρεις άνθρωποι. Όλοι περπατούσαν βιαστικά όπως ακριβώς και αυτός. Καθώς πλησίαζε το κέντρο η κίνηση αυξανόταν. Στα πλατιά, για το συνηθισμένο της πόλης, πεζοδρόμια τώρα υπήρχαν καμία εικοσαριά άνθρωποι, οι μαγαζάτορες νυσταγμένοι ακόμη και με μια αύρα αδιαθεσίας να πλανάτε στον αέρα γύρω τους ξεκλείδωναν τα μαγαζιά τους και όσοι από τους βραδινούς «εραστές» της νύχτας είχαν απομείνει τώρα κάθονταν κουρασμένοι και άδειοι στα παγκάκια του τοπικού πάρκου. Σε λίγο έφτασε στην στάση, αν ήταν τυχερός το λεωφορείο δεν θα αργούσε. Ενώ περίμενε και χάζευε τους υπόλοιπους περαστικούς, με την άκρη του ματιού του έπιασε το είδωλο του να αχνοφαίνεται στη πλαστική τζαμαρία της διαφημιστικής ταμπέλας που κοσμούσε την στάση. Γύρισε και κοιτάχτηκε καλύτερα, ίσωσε τον γιακά του. Τότε, σαν την φυσαλίδα αέρα που ανεβαίνει αργά προς την επιφάνεια του νερού και σκάει μόλις την συναντήσει για να ενωθεί με το υπόλοιπο οξυγόνο της ατμόσφαιρας , θυμήθηκε το όνειρο. Το έβλεπε συχνά  το όνειρο αυτό. Κάθε φορά η ίδια ιστορία, ήταν λέει αυτός αντίκρυ σε ένα καθρέπτη, ένα τεράστιο καθρέπτη και κοιτιόταν. Συγκεντρώθηκε και παρατήρησε καλύτερα το είδωλο του, τίποτα το ασυνήθιστο, όλα όπως πάντα, μόνο τα μάτια. Ναι τώρα θυμόταν, κάθε φορά στο όνειρο ήταν τα μάτια του αυτά που τον ανησυχούσαν, κάθε φορά ήταν ανέκφραστα λες και αδιαφορούσαν για τα πάντα γύρω τους, ακόμα και για το ίδιο τον αντικατοπτρισμό τους, λες και ήταν νεκρά. Ρίγησε και απέστρεψε το βλέμμα του απ την τζαμαρία, για κάποιον ανεξήγητο λόγο το όνειρο τον τρόμαζε. Δεν ήταν όμως ένας οποιοσδήποτε φόβος, ήταν ένα περίεργο είδος φόβου, ένα ενοχλητικό τρέμουλο στην ραχοκοκαλιά ανάμεικτο με ένα συναίσθημα σαν να πνίγεται, σα να μην μπορεί να πάρει ανάσα και το μόνο που θέλει είναι να τρέξει, να τρέξει όσο πιο γρήγορα να ξεφύγει, από τι; Δεν ήξερε.
    Το λεωφορείο ήρθε με μια μικρή καθυστέρηση των δέκα λεπτών. Είχε σχεδόν ξεχάσει τις περίεργες σκέψεις σχετικά με το όνειρο που έκανε στην στάση όταν πια μπήκε στην εταιρία. Στην ρεσεψιόν όπως πάντα καθόταν εκείνη η χαζή η γραμματέας. Τον καλημέρισε και την καλημέρισε και αυτός με ένα πλατύ χαμόγελο. Ποτέ δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα της μα πάντα της χαμογελούσε όταν έμπαινε έτσι, μπας και οδηγούσε πουθενά. Ήταν πολύ όμορφη η άτιμη. Το γραφείο του βρισκόταν στο δεύτερο όροφο, στο τέρμα του διαδρόμου. Πηρέ το ασανσέρ, ήταν ένα μεγάλο -χωρούσε τουλάχιστον έξι άτομα- ατσάλινο κουτί που περικλείονταν από καθρέπτες. Ακόμη και στην οροφή υπήρχε ένας. Εκεί ήταν η πρώτη φορά που το παρατήρησε, μπορεί να ήταν και αυτό που τον είχε κάνει να θυμηθεί πρωταρχικά το όνειρο . Ένιωσε να κατακλύζεται από ένα κύμα στιγμιαίου πανικού. Τα μάτια του. Κάτι είχαν τα μάτια του, δεν ήξερε τι ακριβώς αλλά ήταν σίγουρος ότι κάτι είχε αλλάξει, ένιωθε σαν κάτι να μην κολλούσε με το υπόλοιπο του προσώπου του, σαν κάτι να μην ήταν σωστό. Για το υπόλοιπο της ημέρας δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, συνέχιζε να θυμάται το όνειρο. Το ίδιο έγινε και την επομένη μέρα.
    Ανήμπορος να βγάλει την εικόνα των ματιών του απ το κεφάλι του αποφάσισε να δουλεύει πιο πολύ έτσι ώστε να εξαντλείτε μπας και οι σκέψεις έσβηναν απ' το υποσυνείδητο του. Μετά από μια εβδομάδα ισα που έβρισκε την δύναμη να σταθεί όρθιος. Η ανάμνηση του ονείρου δεν είχε σταματήσει να τον βασανίζει. Είχε κακό ύπνο, άγρια μεσάνυχτα ξυπνούσε λουσμένος στον ιδρώτα. Έβλεπε το όνειρο όλο και πιο συχνά, το ίδιο αυτό όνειρο. Ύστερα ήρθαν οι αϋπνίες. Προσπάθησε να δοκιμάσει ηρεμιστικά μπας και έβρισκε γαλήνη. Τίποτα δεν βοηθούσε. Άρχισε να χάνει βάρος και να αργεί στην δουλειά, οι πονοκέφαλοι είχαν γίνει αβάσταχτοι. Παρόλα αυτά συνέχιζε να χαμογέλα στην γραμματέα. Η αρρώστια πλέον φαινόταν καθαρά επάνω του και το καταλάβαινε. Τα μάτια του είχαν γίνει κενά και απέκτησαν ένα γκρίζο χρώμα, σαν αυτό του σακακιού του που τώρα πια είχε σχεδόν μετατραπεί σε κουρέλι, τσαλακωμένο και βρώμικο. Υπέφερε, βράδια έβγαινε και χανόταν στους δρόμους, φορές-φορες φώναζε δυνατά ονόματα φίλων και κρυφών του επιθυμιών, άλλες φορές κλεινόταν για μέρες στο σπίτι και έκλαιγε. Πρόσωπα από την παιδική του ηλικία άρχισαν τώρα να κάνουν την εμφάνιση τους, θαμπές αναμνήσεις από γέλια, βόλτες με το ποδήλατο, πλατειές και ανεκπλήρωτους παιδικούς έρωτες τον κυνηγούσαν τα βράδια. Πιο πολλά χάπια. Με πολύ κόπο βρήκε ένα μικρότερο διαμέρισμα και ξενοίκιασε το παλιό. Το όνειρο συνέχιζε να είναι παρόν, εμφανίζονταν και καθώς διαδραματίζονταν μπροστά του για πολλοστή φορά, η πλοκή όλο και εξελισσόταν πιο πολύ. Τώρα το είδωλο με τα κενά μάτια άρχιζε να γερνά, να καμπουριάζει και να λιώνει. Κάθε φορά ούρλιαζε αγωνιώντας, απαιτούσε κάποια χαμένη ζωή, κάποια κλεμμένα χρόνια. Οι δόσεις των ηρεμιστικών είχαν αυξηθεί. Μετά από ένα μήνα τα μάτια του είχαν πεθάνει πια ολοκληρωτικά. Μια μέρα καθώς έμπαινε αργοπορημένος στο γραφείο τον φώναξαν να μιλήσει με τον διευθυντή. Σε λίγο καιρό πηρέ για πρώτη φορά το επίδομα ανεργίας. Προσπάθησε να ξαναβρεί δουλειά αλλά δεν μπορούσε, τώρα οι πονοκέφαλοι συνοδεύονταν από ζαλάδες, εμέτους, προσωρινή παράλυση.
    Ήταν άρρωστος. Εβδομάδα με την εβδομάδα, μέρα με την μέρα, λεπτό με το λεπτό πέθαινε, μαράζωνε, ένιωθε τα σώθηκα του να σαπίζουν από μίσος, μίσος για τα πάντα. Τον έπνιγε το άδικο, δεν έφταιγε αυτός για τούτη την κατάληξη του, δεν του άξιζε τέτοια τιμωρία, όχι, σίγουρα δεν έφταιγε αυτός. Έφταιγε το σακάκι, έφταιγε το πρωινό ξύπνημα, η τηλεόραση,  η στάση , το γραφείο. Έφταιγε η εταιρία, το ασανσέρ με τους καθρέπτες και τα όνειρα για προαγωγές και για διακρίσεις. Έφταιγαν τα σάλια στο αφεντικό του. Μα πάνω απ’ όλα έφταιγε αυτή. Αυτή η καταραμένη η γραμματέας που τον περίμενε κάθε μέρα εκεί, πάντα εκεί και του χαμογελούσε κάθε φορά που έμπαινε στο κτίριο. Έφταιγε το χαμόγελο της, τον κορόιδευε όταν του χαμογελούσε, λες και τον παρότρυνε να μπει και να πιάσει δουλειά, να πεθάνει, να πνιγεί μέσα στα χαρτιά και τα βαρετά χαμόγελα στο αφεντικό και τους συναδέλφους του. Έφταιγε, έφταιγε. Μα όχι, έφταιγε και αυτός. Έφταιγε που τις ανταπέδιδε κι αυτός το χαμόγελο και που το χαμόγελο του εκείνο ήταν πάντα τόσο πλατύ και πειστικό, έφταιγε.
    Ήταν εικοσιοκτώ χρονών όταν τον βρήκαν στο πάρκο. Στα δεκαοκτώ του είχε μπει σε μια καλή σχολή απ’ όπου αποφοίτησε στα είκοσι δυο, ύστερα δυο χρόνια μεταπτυχιακό, και μετά στρατός και διάφορες δουλειές εδώ και εκεί για να γεμίσει με πείρα και συστάσεις το βιογραφικό. Την δουλειά στην εταιρία την πήρε στο είκοσι επτά. Έφυγε στις τέσσερις και κάτι τα χαράματα μιας δευτέρας, δυο ώρες ακριβώς δηλαδή πριν να σηκωθούν όλοι να πάνε στις δουλειές τους. Κάποιος από τους γείτονες του είπε ότι ήταν και αυτός πλέον ένας από τους περιβόητους «εραστές» της νύχτας που ανέφερε τόσο συχνά σε συζητήσεις μόνο που, ενώ ερωτοτροπούσε μαζί της, μέσα στην ηδονή και το πάθος του γι’ αυτήν, κοιμήθηκε , συνάντησε τους χειρότερους του εφιάλτες και δεν κατάφερε να ξυπνήσει ποτέ ξανά. Είχε χαθεί μέσα στο όνειρο του, χαμογελώντας ξανά και ξανά σε εκείνη που είχε πάρει την μορφή μιας όμορφης γραμματέα στην υποδοχή μιας εταιρίας. Είχε ερωτευτεί την ανία και είχε πληρώσει με την ιδία του τη ζωή.
    Πηρέ βαθιά ανάσα, η ώρα ήταν επτά. Ο ήχος των φρένων του παλιού αστικού λεωφορείου τον έβγαλε από την ονειροπόληση του. Ευτυχώς δεν είχε αργήσει και παρά πολύ και έτσι θα προλάβαινε να φτάσει εγκαίρως στην δουλειά. Ίσως να προλάβαινε ακόμη και να κάνει μια μικρή κουβέντα με την χαριτωμένη γραμματέα στην είσοδο, να της ζητήσει να φανέ μαζί απόψε. Ήταν δευτέρα και είχε ήλιο, σίγουρα όχι η κατάλληλη μέρα για τέτοιες ανόητες και κυνικές σκέψεις σκέφτηκε. Ήταν οχτώ παρά τέταρτο όταν πέρασε την πόρτα της εταιρίας και χαμογέλασε στην γραμματέα που καθόταν όπως πάντα στην έδρα της υποδοχής.

Κυριακή 6 Μαΐου 2012

Τελικά όλα ειναι κύκλος.

Όλα είναι κύκλος.

Η φύση μας ή τουλάχιστον η φύση που μας έχει προβάλλει η κοινωνία και νομίζουμε ότι έχουμε είναι κυκλικής μορφής. Πως λέμε οφθαλμός αντί οφθαλμού και αλυσιδωτές αντιδράσεις? ένα μιξ από αυτά ένα πράγμα . Όταν κάνεις κάτι ή όταν σου κάνουν κάτι αυτό αποτελεί κίνητρο για την επομένη σου σκέψη και αυτή για την επομένη σου πράξη και κάπως έτσι διαμορφώνεται η δράση σου και σε μακροχρόνια περίοδο ο χαρακτήρας σου, οι ιδεολογίες κτλ. δυστυχώς ή ευτυχώς το μίσος είναι η πιο συχνότερη τροχιά στην οποία μπαίνουμε. μισούμε για να ζούμε και ζούμε για να μισούμε βλέπεις. είσαι διαφορετικός? σε μισώ. είσαι αρχίδι? σε μισώ. δεν συμφωνούμε? σε μισώ. είσαι ποδηλάτης? σε μισώ. Βασικά μισούμε για τον οποιονδήποτε λόγο.

Επιστρατεύουμε την δημιουργικότητα μας και την φαντασία μας στο να βρίσκουμε λόγους να μισούμε. δεν λέω ότι είναι κακό. Κακό είναι όμως το ηλίθιο είδος μίσους που μας κάνει να χάνουμε την ουσία και να μην βλέπουμε αυτό που πρέπει πραγματικά να απεχθανόμαστε και να διοχετεύουμε το μίσος μας πάνω του. την εξουσία και όχι, όχι μόνο το κράτος πολιτικά ορθό ανθρωπάκι, αλλά κάθε μορφή εξουσιασμού και περιορισμού του ανθρώπινου νου μαλάκα ηλίθιε που το μόνο που ξέρεις να λες όταν "πρέπει" να πάρεις μέρος σε σοβαρή κουβέντα (ναι πέρα από τις μαλακίες που συζητάνε όλοι τώρα έγινε μόδα και αυτό) είναι "ε ναι οι διαφημίσεις προβάλλουν υλιστικά πρότυπα και οι πολιτικοί είναι κακοί και ψεύτες" και ύστερα παίρνεις το ύφος το συνειδητοποιημένου νέου.

Χέσε μας, τα ξέρουμε κάτι άλλο?

Φορές φορές σε βλέπω και θέλω να σε δείρω. δεν έχω τα μπράτσα όμως. Παλιά δεν είχα ούτε και το νεύρο. Μπήκα στο τριπάκι σας όμως και απέκτησα αρκετά ψυχολογικά για να μην έχω ανάγκη το νεύρο του τρελού που δέρνεται με όλους. Ακόμη όμως δεν έχω τα μπράτσα (αν και αν επιδιώκεις φάπες θα παιχτούν τι κι αν τις φάω εγώ στο τέλος) γι' αυτο και κάθομαι και γράφω.

Βασικά επειδή ξέφυγα από το θέμα μου, το γάμησα και πέθανε το κλείνω κάπου εδω. άλλωστε δεν έχω κι όρεξη που να κάτσω να συγκροτήσω την σκέψη μου να γράψω και κείμενο κιολα. Αρχίδια.

Α, και να μην ξεχνιόμαστε, το σύνθημα είναι ακόμη ένα ΣΚΕΨΟΥ Η ΨΟΦΑ.

καλή σας νύχτα.

η αληθεια ειναι οτι....

fdgnmg;reglmreg,.nds.ngkb nbsdkewrgbbbbbbbbbgkwghukwrbwrgvwhvbsmbvkwgbwml;o
;o;o;iiiiytut6yuybdmwbdkwkvmbvcmhbdhvfvdfmdhbvfdvbmfvmf






                                                                                                                                                  καύλωσες;

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

κάτι σαν στίχοι.

Οι παλιοί πλαστικοί φίλοι μας
και οι πλαστικοί φίλοι των παιδιών μας,
προβάλλουν τον πόλεμο σαν μοναδική λύση και μέσο κοινωνικής καταξίωσης.
Οι σουπερ ήρωες φοράνε μάσκα γιατί είναι παράνομοι και δρουν
όχι για να σώσουν τον κόσμο για το καλό,
αλλά για να ικανοποιήσουν τα κρυφά συμφέροντα των πολυεθνικών
που τους δημιούργησαν.

Νιώθω εδώ και κάποιο καιρό ότι κάτι δεν πάει και τόσο καλά με την κοινωνία μας
αφού πίσω από κάθε τι το αγαθό, κρύβεται κι ένα αγαθό.
Οι μεγάλοι που ανήκουν στην μικροαστική φυλή του ανθρωπίνου είδους
κάθονται στην πολυθρόνα και καταβροχθίζουν προπαγάνδες με ευκολία
και δίχως καμία αντίσταση γιατί μόλις γύρισαν από την δουλειά
και είναι πολύ κουρασμένοι, τόσο ώστε να μην αντέχουν ούτε να ξεφυλλίσουν κάποιο
οποιοδήποτε βιβλίο, ενώ τα παιδιά υποστηρίζουν παθιασμένα την πολιτική τους ορθότητα
λέγοντας ότι οι διαφημίσεις κάνουν κακό παρόλο που ο καλύτερος τους φίλος είναι εδώ και χρόνια η οθόνη.

Αν η γενιά μου δεν καταφέρει να φέρει την επανάσταση, μπορώ να την ξεχάσω
γιατί είναι σίγουρο ότι τότε, δεν θα έρθει ποτέ πια.
Βλέπεις όσο περνάνε τα χρόνια οι εξουσίες όλο και βρίσκουν
καινούργιους και καλυτέρους τρόπους να εκτρέφουν εργάτες
ενώ η τεχνική της σκέψης όλο και περιορίζεται.
ο πιο χαζός πεθαίνει ή ελέγχεται και δυστυχώς οι χαζοί είναι πολλοί.
Κι αν έχεις αντίρρηση, εγώ έχω επιχειρήματα.
Θρησκεία ˙ μου λες πίστη και ελπίδα, σου λέω εξουσία και φόβος.
Πατρίδα ˙ μου λες ταυτότητα και πολιτισμός, σου λέω εξουσία και φόβος.

Πάντα ρόδες ήταν οι μόδες και γύριζαν αλλά απ ότι φαίνεται η μόδα του να φοβάσαι
είναι διαχρονική.
Από παιδιά μας μαθαίνουν την υπακοή στο κατεστημένο με τρόπο τόσο γραφικό
γιατί έχουν ως σκοπό μεγαλώνοντας, να μπουχτίσουμε τόσο πολύ από την ανία
που τελικώς να κάνουμε επανάσταση χωρίς αιτία κι αφορμή,
από στείρα αντίδραση και μόνο, πράγμα το οποίο θα οδηγήσει στην γρήγορη και μόνιμη διάσπαση της ιδεολογίας που είχαμε διαμορφώσει μέσα στο στο κεφάλι μας και μετέπειτα στην ολική συμμόρφωση μας.

Σκοτείνιασε απόψε νωρίς όμως και ο αδελφός μου περιμένει να δει τα αστέρια να πέφτουν. οπότε, καληνύχτα.


                                                             «утро вечера мудренее»










κάτι σαν στίχοι. επηρεασμένος από διάφορα ράπς του ανδρείκελου, του gadfly, του Λ.Ο.Σ. και του ανεμιστήρα.

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

0

Μηδενικό
ξυπνάς για ύπνο πέφτεις ξανά,
πάντα ένα μηδενικό
δημιούργησες τον κόσμο σου
και μένεις ιδανικό, μηδενικό
μέσα σε αυτό
μηδενικό,
δεν έχεις όνομα μόνο αριθμό
μηδενικό,
ψέματα σου δώσαν σαν γεννήθηκες
Την ανία έκανες δέρμα σου
και με μια εικόνα ντύθηκες
σαν φίλος μου συστήθηκες
να ζήσεις μια στιγμή πραγματικά
 ποτέ σου δεν θυμήθηκες
μηδενικό,
όσο κι αν έψαξα τίποτα το ενδιαφέρων
πάνω σου δεν μπόρεσα να βρω
μηδενικό,
γι'αυτο ακόμα σε μισώ
αφού καλώς κακώς
χρειάζομαι από κάτι να πιαστώ
από κάτι να τραφώ
μηδενικό,
στα μάτια μου θα μένεις πάντα μέχρι να σαπίσω
μέχρι να χαθώ
μηδενικό,
έως ότου βρω κάτι άλλο να σκεφτώ
μηδενικό,
φασιστικό η αναρχικό
μηδενικό,
μηδέν ψυχή μηδέν μυαλό
μηδενικό
ότι ζω μηδενικό
ενδιάμεσα στο είμαι και στο τίποτα ακροβατώ
λίγο μετά μα και λίγο πριν από τον γκρεμό
πάνω απ’ το κενό
μηδενικό,
ακούω η μιλώ
μηδενικό,
ενεργώ δεν ενεργώ
μηδενικό,
μισώ η αγαπώ
μηδενικό,
τίποτα ιδανικό
μηδενικό,
τίποτα το ύψιστο και το σταθερό
ηθικό η λογικό
μηδενικό,
θέλω να σε αφανίσω
θέλω να πέσω κάτω και να σκοτωθώ
γιατί δεν είσαι εσύ,
το μηδενικό είμαι εγώ.